- τρεπτικός
- τρεπ-τικός, ή, όν,A causing change in,
δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17
; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.2 Adv.-κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην
by revolution,Placit.
3.13.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.